28/11/09

Καλή αρχή

Τα γενέθλιά μου σήμερα και ξεκινάω με το ακόλουθο άρθρο, που είχα γράψει στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ (την εφημερίδα με την οποία συνεργάζομαι) τον Οκτώβριο 1991, με αφορμή μια επιστολή δημοτικού συμβούλου του Δήμου Αμαρουσίου, κατά της μόνιμης χιουμοριστικής στήλης μου «Έπεα Πτερόεντα», η οποία τότε είχε σατιρίσει τις ασυναρτησίες που είχε εκτοξεύσει σε ανοικτή συνεδρίαση του Σώματος:

"Η αντικειμενική υποκειμενικότητα"

Είναι δυνατόν; Κι όμως είναι, όσο και αν αυτό φαίνεται αντιφατικό. Στη σύγχρονη δημοσιογραφία ο μύθος της αντικειμενικότητας τείνει να καταρρεύσει, αν αυτό δεν έχει συμβεί ήδη. Διατηρείται βέβαια η ιδεολογική άποψη της αντικειμενικότητας στη δημοσιογραφία. Στην πράξη όμως;
Ας τολμήσουμε μερικές σκέψεις. Αυτός που γράφει γνωρίζει καλά ότι εκτός από την είδηση θα γράψει και την άποψή του. Γνωρίζει επίσης, ότι και αν δεν γράψει τη γνώμη του, θα αναφέρει την είδηση από τη δική του σκοπιά. Ο αναγνώστης αυτό το γνωρίζει; Ή ξεκινά την ανάγνωση με το δεδομένο ότι αυτό που διαβάζει είναι και η μοναδική αλήθεια; Άρα έχουμε δύο καταστάσεις. Η μια είναι η «αντικειμενικότητα», που είναι η πιστή αναπαράσταση, απεικόνιση μιας αλήθειας που υποτίθεται ότι υπάρχει de facto, εκ των πραγμάτων. Η άλλη είναι η «τιμιότητα», που είναι η ηθική επιλογή και η υπακοή σε ένα κώδικα συμπεριφοράς.
Τι κάνει ο δημοσιογράφος; Αυτός δεν έχει το χρέος να είναι αντικειμενικός, έχει όμως την υποχρέωση να είναι τίμιος και να γνωστοποιήσει ότι αυτή είναι η άποψή του. Να εκθέτει τα γεγονότα ως έχουν και στη συνέχεια να εκφράζει τις ιδέες του, τις απόψεις του για το συγκεκριμένο θέμα.
Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνεται κάθε λίγο. Ο έξυπνος αναγνώστης έχει αντιληφθεί ότι η αντικειμενικότητα δεν μπορεί να υπάρξει σε μια εφημερίδα, όσο υγιής και αγνός να είναι ο εκδότης της και υπάρχουν πολλοί λόγοι που συνηγορούν σ’ αυτό. Η μορφή της εφημερίδας εξαρτάται από τους τίτλους, το μέγεθός τους, το μέγεθος και το χαρακτήρα των άλλων τυπογραφικών στοιχείων, την έκταση των άρθρων, την τοποθέτησή τους σε μια σελίδα, τα χρώματα, αν είναι έγχρωμη και πολλά άλλα, στα οποία κάθε επέμβαση παίρνει υποκειμενικό χαρακτήρα. Δεν μπορεί ένας να ικανοποιεί τις προτιμήσεις χιλιάδων.
Παράδειγμα: Ένα κείμενο της εφημερίδας «θίγει» κάποιο δημόσιο πρόσωπο, το οποίο και στέλνει επιστολή διαμαρτυρίας. Η επιστολή του δημοσιεύεται χωρίς σχόλιο που να του λέει ότι έχει δίκιο ή άδικο, με τη διαφορά ότι κατά τη δημοσίευσή της χρησιμοποιείται γραμματοσειρά μικρότερη ελαφρώς της συνήθους, ώστε να διαβάζεται μετά δυσκολίας και δίπλα ακριβώς επιλέγεται ένα ρεπορτάζ ενδιαφέρον ώστε να αποσπάσει την προσοχή του αναγνώστη. Η επιστολή έχει δημοσιευτεί, ή άλλη άποψη έχει εκφραστεί, άρα αντικειμενικά η εφημερίδα είναι εντάξει.
Το παράδειγμα είναι απλουστευτικό και ακραίο, ίσως, αλλά διατυπώθηκε ώστε να γίνει σαφής η διάκριση μεταξύ αντικειμενικότητας και τιμιότητας. Οι αναγνώστες πρέπει να το γνωρίζουν αυτό, όπως πρέπει να γνωρίζουν πότε μια μόνιμη στήλη είναι σοβαρή και πότε χιουμοριστική. Οι στήλες του Βηματοδότη και του Βοκκάκιου στο ΒΗΜΑ, ή η «Όφις» και η «Όσα παίρνει ο άνεμος» της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, όπως και τα «Έπεα πτερόεντα» της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ κάνουν κριτική στο βίο και την πολιτεία των πολιτικών μας, καθώς και σε φράσεις που είπαν σε κάποια άτυχη, γι’ αυτούς, στιγμή. Η κριτική τους αυτή βασίζεται στο –ανατρεπτικό πολλές φορές- χιούμορ και αυτό το γνωρίζουν τόσο οι θιγόμενοι όσο και οι αναγνώστες των εφημερίδων. Δεν είναι δυνατόν να κατηγορηθούν για έλλειψη αντικειμενικότητας επειδή «επιλέγουν» τις φράσεις των προσώπων –που επίσης επιλέγουν- για να σχολιάσουν. Αντίθετα οι «επιλεγόμενοι» που γνωρίζουν την αρχή Any publicity is good publicity (κάθε δημοσιότητα είναι καλή δημοσιότητα) αφήνουν πολλές φορές αυτές τις στήλες να ασχολούνται μαζί τους.
Οι στήλες αυτές, βασίζουν την ύπαρξή τους στην ωριμότητα των αναγνωστών να ξεχωρίζουν τη χιουμοριστική διάθεση από τη σοβαρότητα και κυρίως τη σοβαροφάνεια από τη σοβαρότητα.
Ελπίζω οι αναγνώστες μου να αντιλήφθηκαν ότι οι πιο πάνω απόψεις «δεν είναι αντικειμενικές».