11/7/13

Η άρπα της Βιρμανίας (Biruma no tategoto)

Βρισκόμαστε στο 1956. Ο Ακίρα Κουροσάουα και ο Κένζι Μιζογκούτσι είχαν ήδη κάνει διάσημο το ιαπωνικό σινεμά με τους «Επτά σαμουράι» και το «Ουγκέτσι Μονογκατόρι» αντίστοιχα. Εκείνη την χρονιά ο σκηνοθέτης Κον Ιτσικάουα θα γύριζε την τρίτη ταινία της μεγάλης τριάδας του ιαπωνικού σινεμά: την «Άρπα της Βιρμανίας», βασισμένη σε μια παιδική νουβέλα του Μίτσιο Τακεγιάμα.
Χωρίς να αγνοεί τη σκληρή και απάνθρωπη πλευρά του πολέμου που αφήνει πίσω του μία εκατόμβη θυμάτων, ο Κον Ιτσικάουα αντιπαραθέτει την ανορθόδοξη πορεία του ήρωά του ως μία μυστικιστική διαδρομή - αντίδοτο στη φρίκη που τον περιτριγυρίζει.
Από τις καλύτερες ταινίες του σπουδαίου Ιάπωνα δημιουργού, «Η Άρπα της Βιρμανίας» είναι ένα ελεγειακό, αντιπολεμικό αριστούργημα, όπου η ομορφιά συνυπάρχει με τον θάνατο.


Πρόκειται για μια «άλλη ματιά» στον πόλεμο, από τη σκοπιά της «ηττημένης» Ιαπωνίας. Χαρακτηριστικό το σχόλιο που γράφτηκε σε αμερικανικό έντυπο της εποχής:«Η ταινία του Ιτσικάουα είναι μια συγκλονιστική ματιά στη φρικαλεότητα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μια ματιά εντελώς διαφορετική από την παιδική και μυωπική του Χόλυγουντ».
Η ταινία καταγράφει τις τελευταίες μέρες μιας στρατιωτικής μονάδας του ιαπωνικού στρατού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στα σύνορα Βιρμανίας και Ταϊλάνδης. Αυτή η μονάδα διαφέρει από τις άλλες στο ότι τραγουδάει συνέχεια για να διατηρεί το ηθικό ψηλά και έχει ένα στρατιώτη, τον ταλαντούχο Μιζουσίμα, που παίζει άρπα αντί να χρησιμοποιεί σινιάλο. Όταν φτάνουν σε ένα χωριό, αντιλαμβάνονται ότι τους παρακολουθούν οι Εγγλέζοι. Οι Ιάπωνες θα χρησιμοποιήσουν το τραγούδι και τον χορό για να παραπλανήσουν τους αντιπάλους. Όμως οι Ινδοί του βρετανικού στρατού θα ανταποκριθούν με το ίδιο τραγούδι. Τότε θα μάθουν ότι η Ιαπωνία συνθηκολόγησε τρεις μέρες νωρίτερα. Ο ταγματάρχης θα βγάλει ένα λόγο που αντιπροσωπεύει τον πόλεμο από την πλευρά των ηττημένων.
«Έχουμε παραδοθεί. Όχι μόνο εμείς, αλλά και η πατρίδα μας. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με αυτό. Δεν ξέρουμε που θα μας πάνε, τι θα μας βάλουνε να κάνουμε ή αν θα μας επιτρέψουν να ζήσουμε. Όλη η Ιαπωνία έχει βομβαρδιστεί. Πολλοί είναι νεκροί. Πολλοί είναι άστεγοι και πεινάνε. Η χώρα μας βρίσκεται σε ερείπια, ενώ εμείς είμαστε φυλακισμένοι χιλιάδες μίλια μακριά. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να παρακολουθούμε και να περιμένουμε». (...)  Όμως μία ομάδα Ιαπώνων δεν έχει μάθει για την παράδοση και συνεχίζει τον πόλεμο.
Ο σκηνοθέτης ακροβατεί μ’ έναν τρόπο θαυμαστό ανάμεσα στη φρίκη του πολέμου και την ελπίδα της ανάστασης Μια στοιχειωμένη, οδυνηρή και παράλληλα γαλήνια εξέταση των συνεπειών του πολέμου.
Πρωταγωνιστούν: Ρεντάρο Μικούνι, Σόι Γιασούι, Γιουν Χαμαμούρα, Τακετόσι Ναΐτο, Κο Νισιμούρα, Σούνζι Κασούγκα, Τόμιο Αόκι. (Από 11/7/13 στους κινηματογράφους).
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αμαρυσία στις 11/7/13)