31/12/13

Μόνον οι εραστές μένουν ζωντανοί (Only lovers left alive)

Έχω κατατάξει την ταινία «Συνέντευξη με έναν βρικόλακα» (1994) του Νιλ Τζόρνταν στις 100 καλύτερες που έχω δει, με την αιτιολογία ότι τότε ήταν η μοναδική ταινία με θέμα τα βαμπίρ, που προβάλλει τη δυστυχία που αποπνέει η ιδιότητα του να είσαι αθάνατος. Είναι δυστυχία να μη φθείρεσαι, έγραφα, όταν όλα γύρω σου μεταβάλλονται συνεχώς. Υπάρχει μια μοναξιά που δεν αναπληρώνεται με τίποτα και όταν λέμε «μόνος ούτε στον Παράδεισο», σκεφτείτε τη μοναξιά μέσα στην Κόλαση. Γιατί είναι κόλαση, να ζεις στους αιώνες και να βλέπεις την ανθρωπότητα να αναλώνεται σε πολέμους και μάταιους ανταγωνισμούς και εσύ να πρέπει να επιβιώνεις πίνοντας το αίμα των άλλων.
Έτσι, το «Μόνον οι εραστές μένουν ζωντανοί» του Τζιμ Τζάρμους, άλλου ένα ιδιόρρυθμου καλλιτέχνη της κινηματογραφίας, έρχεται δεύτερο στην ίδια θεματική, αλλά ίσως πρώτο στην πιο σοφιστικέ αντιμετώπιση, με τον έναν από τους δυο άφθαρτους ήρωες να ανήκει στον καλλιτεχνικό χώρο (ο Τομ Χίντλεστοουν υποδύεται έναν underground μουσικό), ενώ η σύντροφός του (Τίλντα Σουίντον, με τουπέ και διακριτική υπεροψία σύμφωνα με το ρόλο της) ανήκει στο χώρο της ποίησης και της λογοτεχνίας, αφού έχει συναναστραφεί κατά το απώτερο παρελθόν, με τον Μπάιρον και τη Σέλεϊ, όπως προκύπτει από το σενάριο.
Οπότε, αυτοί οι δύο αιώνιοι, στην κυριολεξία εραστές, έχουν πραγματικά ένα σοβαρό λόγο, να αισθάνονται απογοητευμένοι από την πορεία της ανθρωπότητας: είναι σοβαροί διανοούμενοι που παραμένουν στο περιθώριο.


Ακόμα κι αν η ταινία, ανήκε στο είδος της παρωδίας (αγγίζει το όριο, θα έλεγα), τότε θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια φινετσάτη παρωδία. Είναι όμως αρκετά σοβαρή, με χιούμορ που διακρίνεται από μια γλυκιά ειρωνεία και μελαγχολία και καταλήγει να είναι μια συμπαθητική δημιουργία, η οποία μέσα από τον αιώνιο έρωτα, δυο εστέτ διανοούμενων, σχολιάζει την ανθρώπινη ιστορία, τις τέχνες και τις επιστήμες, ενώ ταυτόχρονα μας διασκεδάζει με τις τυπικές αναφορές στα κλισέ του είδους των ταινιών με βρικόλακες και χωρίς λουτρά αίματος.
Η ατμόσφαιρα είναι καταπληκτική και σ’ αυτό βοηθά η μόνιμα νυχτερινή φωτογραφία του Yorick le Saux’s, όπως επίσης και η «εφιαλτική» underground μουσική του λαουτιέρη Josef van Wissem, από τη ροκ μπάντα του ίδιου του Jarmusch, που υποβάλλει και επιτείνει την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα.
Αν κάποια στιγμή, επεκτείνω τον κατάλογο των «100 αγαπημένων ταινιών» μου, σε κατάλογο των «150 αγαπημένων», ίσως να τη συμπεριλάβω, γιατί είναι μια ταινία που θα ήθελα να ξαναδώ. Χωρίς να είναι αριστούργημα.
Υπόθεση: Με φόντο το ρομαντικά ερημικό τοπίο του Ντιτρόιτ και της Ταγγέρης, ένας απομονωμένος μουσικός, βαθιά απογοητευμένος από την ανθρωπότητα, επανασυνδέεται με την αισιόδοξη και αινιγματική του ερωμένη. Η ερωτική τους ιστορία έχει αντέξει εδώ και αιώνες, αλλά το ειδύλλιο τους θα διαταραχθεί από την εμφάνιση της ανεξέλεγκτης μικρής της αδερφής. Θα καταφέρουν αυτοί οι σοφοί και εύθραυστοι χαρακτήρες να επιβιώσουν, όσο η σύγχρονη κοινωνία καταρρέει γύρω τους;
Σκηνοθεσία: Τζιμ Τζάρμους
Με τους: Τομ Χίντλεστον, Τίλντα Σουίντον, Μια Βασισκόβσκα, Τζον Χαρτ, Άντον Γιέλτσιν, Τζέφρι Ράιτ
Προβάλλεται από 2/1/2014
(Κριτική μου στο myFilm