30/4/14

Να κάθεσαι και να κοιτάς

Υπόθεση: Ένα τρένο καταφτάνει στο σιδηροδρομικό σταθμό μιας μικρής πόλης. Αποβιβάζεται μόνο η Αντιγόνη, μια νέα κοπέλα γύρω στα 30. Κανείς δεν την περιμένει, εκτός από έναν γέρο άντρα, που περνάει όλη τη μέρα του στον έρημο σταθμό. Η Αντιγόνη έχει φύγει από την Αθήνα κι έχει επιστρέψει στη γενέθλια πόλη της – και φαίνεται αποφασισμένη να μείνει εκεί. Συναντιέται με την Ελένη, μια φίλη από τα παλιά, πιάνει δουλειά ως καθηγήτρια Αγγλικών στο τοπικό φροντιστήριο, τα φτιάχνει με τον Νίκο, ένα αγόρι νεότερο, όμορφο και ευχάριστα αφελές. Η αναζήτηση της Αντιγόνης για μια απλή ζωή στους ήσυχους δρόμους της μικρής πόλης σταδιακά αποδεικνύεται πιο μπερδεμένη απ’ ό,τι έχει φανταστεί. Η σχέση της Ελένης με τον παντρεμένο Νώντα κάνει τα πράγματα δυσκολότερα για όλους. Σύντομα η Αντιγόνη θα βρεθεί μπλεγμένη σε καταστάσεις που απαιτούν δράση, ενώ οι δυναμικές μεταξύ των χαρακτήρων γίνονται όλο και πιο πολύπλοκες. Και η ένταση όλο μεγαλώνει…
Κριτική: Μέσα από αποσπασματικές εικόνες μιας αγνώριστης ελληνικής επαρχίας (βιομηχανικά κατάλοιπα, μάντρες αυτοκινήτων σε αποσύνθεση, χωράφια παραδομένα στους ηλιοσυσσωρευτές, δρόμους βραδείας ή ταχείας κυκλοφορίας και σιδηροδρόμους σημαδεμένους με γκράφιτι), μακριά από το μύθο του ηλιόλουστου και ανέμελου συναισθηματικά τοπίου και πιο κοντά στα μουντά τοπία που είχε καθιερώσει ο Θ. Αγγελόπουλος, η πρώτη αυτή μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Σερβετά,
το «Να κάθεσαι και να κοιτάς», είναι η ιστορία μιας κοπέλας, της Αντιγόνης, που βρήκε πιο βολικό να προσαρμόσει τον κόσμο στα μέτρα της, από το να προσαρμοστεί η ίδια. Από το να κάθεται και να κοιτάει, δηλαδή.
Με έναν αδικαιολόγητα αργό ρυθμό και ενώ το κεντρικό πρόσωπο είναι η Αντιγόνη, παρακολουθούμε τις παράλληλες ιστορίες των ανθρώπων που έμμεσα εμπλέκονται μαζί της και οι οποίοι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η πάρτη τους με κάθε κόστος, πρωτίστως ηθικό. Η διαφθορά και η βία υποβόσκουν και η ανοχή βρίσκεται στα καλύτερά της και από τις πρώτες σκηνές καταλαβαίνεις ότι ο σκηνοθέτης έχει πολλά να πει. Αλλά δεν εστιάζει. Το αποτέλεσμα, παρά τις καλές προθέσεις, είναι ένα τεράστιο άνοιγμα προς όλα τα προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας με συνέπεια να φεύγεις από την αίθουσα χωρίς να γνωρίζεις το «δια ταύτα». Βέβαια, θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος, ότι έχουμε να κάνουμε με μια ταινία προβληματισμού πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και πως τις επηρεάζει η οικονομική κρίση. Θα έλεγα όμως πολύ γενικευμένου προβληματισμού.
Οι ερμηνείες δεν σε απογειώνουν και μένουν στα επίπεδα της διεκπεραίωσης των ρόλων, ενώ αντίθετα η φωτογραφία δεν είναι κακή και τα κάδρα μεταφέρουν αυτή την ατμόσφαιρα παρακμής που επιζητά ο σκηνοθέτης. Στην ηχητική μπάντα έπιασα στιγμές όπως αυτή, που ενώ ακούγονται από το βάθος τιτιβίσματα πουλιών και το λάλημα ενός κόκορα, δεν ακούγεται το δυνατό χτύπημα της πόρτας του αυτοκινήτου από τη νευριασμένη Αντιγόνη, αλλά όπως έχω ξαναγράψει, έχω κόλλημα με την ηχητική των ελληνικών ταινιών και πλέον ίσως θα πρέπει να σταματήσω να γράφω οτιδήποτε. Κάπου οι έλληνες παραγωγοί κάνουν οικονομία εις βάρος του ήχου των ταινιών. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς.
Παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις πάντως, η ταινία παρακολουθείται με ενδιαφέρον και ιδιαιτέρως εάν έχεις διαβάσει προηγουμένως τη συνέντευξη του Γιώργου Σερβετά, ο οποίος δείχνει να έχει προοπτικές.
Σκηνοθεσία: Γιώργου Σερβετά
Με τους: Μαρίνα Συμεού, Μαριάνθη Παντελοπούλου, Νίκο Γεωργάκη, Γιώργο Καφετζόπουλο, Κωνσταντίνο Σιραδάκη, Γιώργο Ζιόβα
Προβάλλεται από 1/5/2014
(Κριτική μου στο myFilm)