13/1/16

Νοτιάς

Υπόθεση: Από τη μέρα που εμφανίζονται στον Σταύρο οι πρώτες ερωτικές ανησυχίες φουντώνει και η επιθυμία του να λέει ιστορίες με ένα δικό του, ανατρεπτικό, τρόπο. Οι ταραχώδεις, αλλά και ταυτόχρονα πολλά υποσχόμενες για την Ελλάδα, δεκαετίες του ‘60,’70 και ‘80 πυροδοτούν τη φαντασία του ασταμάτητα. Στο ταξίδι από την εφηβεία προς την ενηλικίωση, για να κατακτήσει αυτά που ποθεί, θα σκαρφιστεί ιστορίες για αρχαίους μύθους, μακρινά ταξίδια και όμορφες γυναίκες. Όταν έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, θα κάνει τις ιστορίες του εικόνες, και θα ανακαλύψει τον εαυτό του.
Σκηνοθεσία: Τάσου Μπουλμέτη
Πρωταγωνιστούν: Γιάννης Νιάρρος, Θέμης Πάνου, Μαρία Καλλιμάνη, Ταξιάρχης Χάνος, Αργύρης Ξάφης, Ερρίκος Λίτσης, Όμηρος Πουλάκης
Προβάλλεται από 14/1/16 (Διανομή Feelgood, Rosebud 21)
Κριτική: Σε μια χώρα, που περιβάλλεται από το υγρό στοιχείο της Μεσογείου, γειτονεύει με την Σαχάρεια Αφρική (της ζεστής ημέρας και της κρύας νύχτας) και της οποίας οι κάτοικοι όσα δεν μπορούν (ή δεν θέλουν) να εξηγήσουν, τα αποδίδουν στους «άλλους», είναι επόμενο η ανατρεπτική συμπεριφορά ενός νέου να αποδίδεται «στο νοτιά και στην υγρασία». Αυτό συμβαίνει με το νεαρό Σταύρο, του οποίου οι πρώτες ερωτικές ανησυχίες, ενώ βάζουν σε ανησυχία το οικογενειακό και το σχολικό περιβάλλον του, συμβάλλουν στο να γίνει ένας δημιουργικός χαρακτήρας, να πλάθει φανταστικές ιστορίες για αρχαίους μύθους, μακρινά ταξίδια και όμορφες γυναίκες, τις οποίες ιστορίες μεγαλώνοντας, θα προσπαθήσει να μετουσιώσει σε εικόνες φωτογραφικές και κινηματογραφικές. 
Με στοιχεία αυτοβιογραφικά (όπως και στην ΠΟΛΙΤΙΚΗ Κουζίνα) ο Τάσος Μπουλμέτης σ’ αυτή την ταινία, περιγράφει το ταξίδι του Σταύρου από την εφηβεία προς την ενηλικίωση, με φόντο την ιστορία της Ελλάδας από το 1965 (καραμανλισμός, κυνήγι της αριστεράς, μετανάστευση) μέχρι το 1981 (Αλλαγή, παπανδρεϊσμός, στρατευμένη κουλτούρα). Μία περίοδο πολύ σημαδιακή και πιο κρίσιμη και σημαντική σε σχέση με όσα περνάμε σήμερα, όπως λέει και ο ίδιος.
Η ταινία σε πρώτο επίπεδο είναι μια κωμωδία με λεπτό χιούμορ και σαρκασμό, που αντιμετωπίζει νοσταλγικά τους νέους της δεκαετίας του ’60, που έχουν ανησυχίες και θέλουν να τις εκφράσουν, αλλά έρχονται αντιμέτωποι με το συντηρητισμό («Τι έχει το παιδί;», ανησυχεί ο φίλος των γονιών. «Τι να έχει; Έμπλεξε με τον κινηματογράφο» απαντά με απόγνωση ο πατέρας. «Ώχου!», αντιδρά λακωνικά και με νόημα ο φίλος). 
Σε δεύτερο επίπεδο, η ταινία προβάλλει τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας και ειδικά τη Μεταπολίτευση και την επίδραση που είχε στη διαμόρφωση, ενός άλλου χαρακτήρα μιας νεολαίας, που προσπαθεί να αναδείξει τη συλλογικότητα στη λήψη αποφάσεων και τα αδιέξοδα που μπορούν να δημιουργηθούν («Καλό είναι τα πράγματα να αλλάζουν, αλλά επίσης καλό είναι και μερικά πράγματα να αφήνονται, όπως έχουν», λέει κάποιος ήρωας της ταινίας προς το τέλος).
Η παραγωγή έχει ποιότητα. Οι ερμηνείες είναι άψογες. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι αυθεντικά και η φωτογραφία, με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας που τη χρησιμοποιεί έξοχα ο Μπουλμέτης, έχει τα χρώματα που παραπέμπουν πειστικά σε μια εποχή, που σφράγισε ανεξίτηλα  την Ελληνική ιστορία και φυσικά όλα αυτά, επενδυμένα με τη μελωδική, γλυκιά και νοσταλγική μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα.
(Κριτική μου στο myfilm.gr)