30/6/17

Η σκούπα και το σύστημα

Και να πεις ότι δεν έχω διαβάσει και τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις… αλλά ίσως το άντεξα επειδή ήμουν νεώτερος. Ήταν και μια μεγαλύτερη από μένα ξαδέρφη που μου το είχε συστήσει ως «το αριστούργημα του αιώνα», ήθελα και εγώ να κάνω το κομμάτι μου ότι μπορώ να διαβάζω υψηλή λογοτεχνία, το διάβασα. Αφορούσε σε μια μέρα από τη ζωή ενός Λεοπόλδου Μπλουμ (τη 16η Ιουνίου του 1904), που ο Τζόις την περιέγραφε με μακροσκελείς προτάσεις, τεράστιες παραγράφους και είχα τρελαθεί στο διάβασμα –θυμάμαι- αλλά έπρεπε να πω κάτι και στην ξαδέρφη μου που ήταν γοητευτική και όταν μου μιλούσε έλιωνα.


Ήμουν πολύ νέος και ερωτευόμουν εύκολα τότε, ίσως θα έπρεπε να διάβαζα τον Τζόις μεγαλύτερος, σκέφτομαι τώρα. Τον διάβασα πάντως, ολόκληρο και είχα να το λέω, δεν υπήρχε και το διαδίκτυο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα μπλογκς, όπως σήμερα να βγω να γράψω τη γνώμη μου και τώρα που το ξανασκέφτομαι, ούτε ξέρω τι θα έγραφα. Σήμερα όμως που το φέρνω στο μυαλό μου μπορώ να πω χωρίς να ντρέπομαι ότι είναι αναχρονιστικό και βαρετό κάτω από τις σημερινές συνθήκες που όλα περιγράφονται μέσα από τις φωτογραφίες και τα βιντεάκια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το μυθιστόρημα είναι ένας λαβύρινθος συναισθημάτων, μια γκρίζα ατμόσφαιρα, είχε δίκιο ο μεγάλος Καρλ Γιούνγκ που και εκείνος είχε αποκαλέσει «βαρετό» το μυθιστόρημα σε μια επιστολή του στον Τζόις, παρόλο που το είχε διαβάσει σαν μια κλινική περίπτωση ενός μοναχικού ανθρώπου, όπως έγραφε και θυμόταν τις τελευταίες 40 σελίδες – ποταμό αφήγησης.
Αλλά ας πιάσω το βιβλίο που διάβασα πρόσφατα και έχει τον τίτλο «Η Σκούπα και το Σύστημα» (εκδ. Κριτική) και η γραφή του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας μου θύμισε τον Τζέιμς Τζόις στον Οδυσσέα. Ο αρχικός τίτλος είναι «The Broom of the System», δηλαδή «Η Σκούπα του Συστήματος», το αντικείμενο του υποκειμένου και όχι «Η Σκούπα και το Σύστημα», που σημαίνει δύο αντικείμενα (εκ παραλλήλου) ή δύο υποκείμενα (αν μπορεί να θεωρηθεί η σκούπα υποκείμενο, όπως το Σύστημα που είναι πλήθος υποκειμένων) και εν πάση περιπτώσει ο τίτλος του είναι «Η σκούπα του συστήματος», για την οποία σε κάποια σελίδα διάβασα τον προβληματισμό, ποιο στοιχείο της σκούπας είναι πιο απαραίτητο: η βούρτσα ή το κοντάρι, και η απάντηση δεν είναι η βούρτσα, διότι μπορείς να χρησιμοποιήσεις και το κοντάρι για να σπάσεις ένα τζάμι, ας πούμε. Τέτοια φιλοσοφική διάθεση στο μυθιστόρημα, αλλά κάθισα και το σκέφτηκα πάλι, ότι αφού η ερώτηση αφορά στο αντικείμενο «σκούπα», που δουλειά της είναι να σκουπίζει, πιο απαραίτητη είναι η βούρτσα της και όλα τα άλλα είναι «άλλες δυνατότητες χρήσης του αντικειμένου», όπως μου συνέβη κάποτε στο αεροδρόμιο του Ορλύ όπου μου κατάσχεσαν το νυχοκόπτη επειδή τον θεώρησαν όπλο και εγώ σε όλη την πτήση προς Αθήνα σκεφτόμουν πως θα μπορούσα να έχω χρησιμοποιήσει το νυχοκόπτη για να κάνω την αεροπειρατεία που μάλλον φοβόντουσαν. Οπότε το πιο απαραίτητο κομμάτι της σκούπας είναι η βούρτσα και οι αναλύσεις για άλλη χρήσης της, μπορεί να χρησιμεύουν μόνον για να γεμίζεις τις σελίδες σου.
Η ιστορία του «Σκούπα και το Σύστημα» εκτυλίσσεται από το 1981 μέχρι το 1990 στο Κλίβελαντ του Οχάιο, μια περιοχή στο κέντρο και ταυτόχρονα στο περιθώριο των Ηνωμένων Πολιτειών που κατά κάποιο τρόπο δυσκολεύεται να προσδιορίσει τη θέση της στον κόσμο, επαρχία ή αστικό κέντρο. Σε παρόμοια φάση βρίσκεται και η κεντρική ηρωίδα Λινόρ Μπίντσμαν, η οποία παρά το γεγονός ότι είναι απόγονος μιας δυναστείας τεράστιων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, η ίδια προτιμά να εργάζεται ως τηλεφωνήτρια για τέσσερα δολάρια την ώρα, στον εκδοτικό οίκο Φρίκουεντ και Βίγκορους και σε ένα τηλεφωνικό κέντρο που μόνιμα δέχεται λάθος κλήσεις και μάλλον φταίει το ίδιο παρά η τηλεφωνική εταιρεία, μιας επιχείρησης που είναι ένα «χοντρό κόλπο για ξέπλυμα χρήματος και φοροδιαφυγή», η οποία εδρεύει στη σκιά ενός τεράστιου επίσης κτιρίου, ιδιοκτησίας ενός παράφρονος με το ιταλικής καταγωγής όνομα Νόρμαν Μπομπαρντίνι, που αυτοκαταστρέφεται τρώγοντας υπερβολικά αφότου η γυναίκα του τον παράτησε για έναν διανομέα γιαούρτης.  Στη ζωή της Λινόρ παρεμβάλλεται και η αιωνόβια συνονόματη προγιαγιά της που έχει εξαφανιστεί από το γηροκομείο, η οποία αποτελούσε φαινόμενο στο κολέγιο του Κέμπριτζ που σπούδαζε κλασική φιλολογία και φιλοσοφία με τον Βίτγκενσταϊν στη δεκαετία του 1920 και από τότε επιστρέφει με θρησκευτική προσήλωση στις «Φιλοσοφικές Έρευνές» του, κληροδοτώντας στη νεαρή Λινόρ την πεποίθηση ότι «ο κόσμος είναι λέξεις», μια δοξασία που δημιουργεί κρίση ταυτότητας στη Λινόρ, η οποία έτσι κι αλλιώς υποφέρει από μόνιμη αίσθηση απώλειας ελέγχου, ένα πανικό δηλαδή και αντιλαμβάνεται την ίδια της την ύπαρξη σαν κατευθυνόμενη ή επιβαλλόμενη από έξω, μια καταπίεση ένα πράγμα.
Επίσης, στη ζωή της Λινόρ υπάρχει και ο ιδιοκτήτης της εταιρείας που εργάζεται ο  Ρικ Βίγκορους ένας κτητικός, νευρωτικός και σεξουαλικά όπως φαίνεται ανεπαρκής εραστής, ένας ανασφαλής «καταδικασμένος να σφαδάζει μανιακά στην απέξω της», όπως αναφέρει. Ένας άνθρωπος πολύ καταπιεστικός απέναντί της σε βαθμό  που η Λινόρ αισθάνεται σαν πεταλούδα καρφιτσωμένη σε πίνακα συλλογής εντόμων. Κατάσταση που σε κάνει να απορείς πώς κατορθώνουν να διατηρούν δεσμό αυτοί οι δύο, αλλά μετά διαπιστώνεις ότι επισκέπτονται και οι δύο τον ίδιο –μάλλον σχιζοφρενή- ψυχαναλυτή και έτσι μπορεί στο τέλος κάτι άλλο μπορεί να προκύψει. Την κατάσταση έρχεται να συμπληρώσει και ο παπαγάλος της Λινόρ (Βλαντ ο Παλουκωτής, το όνομά του), που μιλάει σαν άνθρωπος και αναφέρει εδάφια της βίβλου αλλά και αισχρόλογα ταυτόχρονα, αποτελώντας έτσι ωραιότατο θέμα για ένα θρησκευτικό τηλεοπτικό κανάλι που επιζητά υψηλή τηλεθέαση μέσω των θαυμάτων του Ύψιστου.
Όλα αυτά, περιγράφονται μέσα από διαρκείς εναλλαγές αφήγησης σε πρώτο και τρίτο πρόσωπο, αυτούσιους μακροσκελείς διαλόγους, ημερολογιακές καταχωρίσεις, απομαγνητοφωνήσεις ψυχοθεραπευτικών συνεδριών, όπου οι διάλογοι με τον παράφρονα ψυχαναλυτή είναι «άλλα αντ’ άλλων» και τεράστιες παραγράφους από τις οποίες απουσιάζουν σημεία στίξεως (κάτι που προσπαθώ να κάνω και εγώ τώρα για να σου δώσω να καταλάβεις, αλλά δεν τα καταφέρνω, κάπου πρέπει να βάζω και μια άνω τελεία, όπως λένε και οι τηλεπαρουσιαστές στους πολυλογάδες στα πάνελ) και ένα πλούσιο λεξιλόγιο που αποδεικνύει τις απέραντες γνώσεις του συγγραφέα, τον οποίο όσο διάβαζα αντί να μου φέρει ευφορία -όπως σε άλλα μυθιστορήματα- μου δημιουργούσε ένα αίσθημα ασφυξίας, πνιγόμουν, ήθελα να σταματήσω και να πιάσω το Metropolis της Thea Von Harbou συζύγου του Fritz Lang που είχε γυρίσει και την ομότιτλη ταινία, ένα βιβλίο που μου είχε έλθει τις ίδιες μέρες, αλλά με κυρίευε και μια περιέργεια τι θα συμβεί στο τέλος. Πού να φανταζόμουν ότι στην αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας θα άφηνε και μισοτελειωμένες εκφράσεις... Αλλά ίσως είναι και αυτό μια ένδειξη της «ποπ κουλτούρας» του συγγραφέα, όπως γράφει και ο μεταφραστής κ. Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης, του οποίου το συνολικό έργο εκτιμώ βαθύτατα και του οποίου το Επίμετρο σου συνιστώ να το διαβάσεις, καλέ μου αναγνώστη, πριν ξεκινήσεις την ανάγνωση του μυθιστορήματος, είναι εξαιρετικά κατατοπιστικό πάνω στο τι θα αντιμετωπίσεις.