Βιβλίο «Colonel Sun»: Ο 007 στην Ελλάδα

Ο Τζέιμς Μποντ, ο ακατανίκητος εδώ και πάνω από μισό αιώνα μυστικός πράκτορας 007, έχει έλθει στην Ελλάδα; Και βέβαια. Όχι όμως μια φορά, περαστικός από την Κέρκυρα όπου συνάντησε την εφοπλιστική οικογένεια του Χριστάτου και την κόρη τους Μελίνα, που μαζί της ταξίδεψε από την Κρήτη μέχρι τα Μετέωρα (στο βιβλίο του Ίαν Φλέμινγκ For Your Eyes Only). 
Ήρθε και άλλη μια φορά, μέσα από το μυθιστόρημα Colonel Sun, το οποίο έγραψε ο καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας Σερ Κίνγκσλεϊ Έιμις (1922 - 1995) και η υπόθεση του οποίου διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στη χώρα μας.
Λίγα λόγια για το συγγραφέα
Ο Σερ Κίνγκσλεϊ Έιμις το 1968 με το ψευδώνυμο Ρόμπερτ Μάρκαμ, γράφοντας το πρώτο μετά το θάνατο του Φλέμινγκ μυθιστόρημα με ήρωα τον 007 και με τίτλο Colonel Sun, τοποθέτησε ολόκληρη την υπόθεση να διαδραματίζεται με φόντο το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της Ελλάδας, λίγο καιρό πριν τη δικτατορία του 1967.
Ο Σερ Κίνγκσλεϊ Έιμις είχε εντρυφήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα πάνω στις ιστορίες του Μποντ, φημολογείται μάλιστα, ότι είχε γράψει το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος «The man with the golden gun»). Επίσης, τρία χρόνια πριν είχε με επιτυχία εκδώσει το βιβλίο του «The James Bond Dossier», ένα σε βάθος βιογραφικό ανάγνωσμα πάνω στον πράκτορα 007. Έτσι, επιφορτισμένος από τις εκδόσεις Glidrose (που είχαν τα συγγραφικά δικαιώματα των ιστοριών του μυστικού πράκτορα) δέχθηκε και έγραψε το Colonel Sun. 
Προσωπικά, έχοντας διαβάσει όλα τα βιβλία του 007 στο πρωτότυπο, δεν βρήκα καμία διαφορά στο ύφος και στη φρασεολογία του, σε σχέση με του  Ίαν Φλέμινγκ, αλλά ούτε και στον αφηγηματικό ρυθμό. Διάβασα το Colonel Sun με τεράστιο ενδιαφέρον και με συγκίνησε τόσο πολύ το γεγονός ότι η υπόθεση εκτυλίσσονταν στη χώρα μας, ώστε το μετέφρασα ολόκληρο. Έτσι, για  χόμπυ. Σχεδίασα δε, με τη βοήθεια που παρέχει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, το φανταστικό νησί Βραχονήσι, όπου εδρεύει ο Colonel Sun, και τη θέση του στο Αιγαίο με βάση την περιγραφή στο μυθιστόρημα. 
Δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι αυτό ήταν το καλύτερο -όπως απεδείχθη εκ των υστέρων- απ’ όσα μυθιστορήματα γράφτηκαν στη συνέχεια για τον Μποντ (στο www.ianfleming.com θα τα βρείτε όλα), ο Έιμις δεν συνέχισε, επειδή η χήρα του Φλέμινγκ  δεν τον συμπαθούσε θεωρώντας τον «αριστερό οπορτουνιστή», όπως έγραψε στον εκδοτικό οίκο. 
Ο Ψυχρός Πόλεμος
Εμπνευσμένο από τον Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ των δυο μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ - ΕΣΣΔ) το μυθιστόρημα, θέλει κάποιο τρελό και σαδιστή συνταγματάρχη Κινέζο, με το όνομα Σαν (Sun), να προσπαθεί να τορπιλίσει περαιτέρω τις σχέσεις τους, ρίχνοντας την ευθύνη στη Βρετανική Μυστική Υπηρεσία.
Στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο του μυθιστορήματος αυτού, μια ομάδα αδίστακτων εγκληματιών μπαίνει στο σπίτι του Μ, αρχηγού της ΜΙ5 και τον απαγάγει παρά τις προσπάθειες του πράκτορα  Τζέιμς Μποντ ο οποίος παρακολουθείται και ενώ καταφθάνει έγκαιρα εξουδετερώνεται.
Ταραχή στην Αθήνα
Τα -σκόπιμα αφημένα- ίχνη των απαγωγέων του Μ, οδηγούν τον 007 στην Ελλάδα. 
Ο Μποντ θα έλθει στην Αθήνα και κατά την πάγια συνήθειά του να ζει πολυτελώς, θα εγκατασταθεί στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Εκεί θα γνωρίσει την Αριάδνη Αλεξάνδρου, η οποία είναι μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και πράκτορας της Σοβιετικής Ένωσης στη χώρα μας. 
Η σχέση τους θα περάσει δια πυρός και σιδήρου, αλλά τελικά, μαζί της και με έναν σκληροτράχηλο Έλληνα ναυτικό, τον Λίτσα, θα προσπαθήσουν να εντοπίσουν τον Μ και να ματαιώσουν τα σχέδια του Colonel Sun, αφού ο σύνδεσμός του με την ΜΙ5 θα έχει χαθεί ανάμεσα στα αποκαΐδια του βιβλιοπωλείου του (που ήταν η κάλυψή του) σε μια πάροδο της οδού Πανεπιστημίου. Το βιβλιοπωλείο είχε πιάσει φωτιά, από άγνωστη αιτία, λίγες ώρες μετά την άφιξη του Μποντ στην Αθήνα. 
Ο κόσμος της Αθήνας
Η γνωριμία του 007 με την Αριάδνη, θα γίνει στο κυρίως σαλόνι του ξενοδοχείου, που περιγράφεται ως «ένα μέρος γεμάτο από συμβατικούς τύπους επιχειρηματιών και επαγγελματιών με τις γυναίκες τους. Αθηναίους τραπεζικούς, εφοπλιστές από τα νησιά, πολιτικούς από τη Θεσσαλονίκη, λιγότερο αναγνωρίσιμους από την Κωνσταντινούπολη, τη Σόφια και το Βουκουρέστι –να μη ξεχνάμε και τους τουρίστες- όλοι με άψογες αξιοσέβαστες εμφανίσεις».
Αξίζει επίσης, και η ανάλυση του λόγου, για τον οποίο ο Μποντ το είχε επιλέξει για να μείνει: «Ο Μποντ είχε διαλέξει το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, επειδή ήταν όσο το ήθελε δημοφιλές και επειδή ήταν του γούστου του αυτή η φθαρμένη μεγαλοπρέπεια της περιόδου του μεσοπολέμου, συνδυασμένη με μια λεπτή επίστρωση μοντερνισμού. Απολάμβανε το ελαφρά διακοσμημένο φουαγιέ, με τα κρύσταλλά του, τα πράσινα μάρμαρα και τη γοητευτική Γκομπελίν ταπετσαρία, ένα πιστό αντίγραφο του πρωτότυπου που βρισκόταν στο Λούβρο και παρίστανε τον Μέγα Αλέξανδρο να μπαίνει στη Βαβυλώνα, καβάλα σ’ ένα παχύ, μυώδες άλογο. Μια επιβλητική φιγούρα επικεφαλής της ακολουθίας του, αλλά λίγο μπλαζέ, θυμίζοντας περισσότερο την Κλεοπάτρα παρά έναν Μακεδόνα πρίγκιπα. Στον Μποντ άρεσε και το -περισσότερο γαλλικού στυλ- μπαρ, τα σπασμένα αετώματα, οι κεραμικοί αμφορείς και οι βαριές, από ακριβό μετάξι, κουρτίνες και επιπλέον οι σερβιτόροι με την -όχι όμως γαλλική- ήρεμη ευγένειά τους».
Στην πλατεία Συντάγματος
Δεν παύει δε, να έχει ενδιαφέρον και ο τρόπος που βλέπει ο Μποντ τη ζωή στην Ελλάδα, ενώ περιμένει την Αριάδνη να τον πάει για δείπνο στην Πλάκα: «Τρία λεπτά αργότερα, βρίσκονταν στα σκαλιά του ξενοδοχείου ανάμεσα στους Ιωνικούς κίονες. Η πλατεία Συντάγματος φάνταζε όμορφα με τα φώτα της, τα γραφεία της ΒΕΑ, της Ολυμπιακής Αεροπορίας, της TWA απέναντι και πίσω από τις γραμμές των δέντρων, η Αμέρικαν Εξπρές στα δεξιά, ο απαλός φωτισμός του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτου στα αριστερά. Στο μυαλό του Μποντ ήλθε αυτό που είχε πει η Αριάδνη Αλεξάνδρου νωρίτερα για την ελληνικότητα της Ελλάδας. Σε τριάντα χρόνια, σκέφτηκε, ή ίσως και πιο σύντομα θα υπάρχει μια απέραντη και ομοιόμορφη κουλτούρα, ένα σύμπλεγμα μεγάλων αυτοκινητόδρομων, φαστφουντάδικων και φωτιστικών νέον, που θα διακόπτονται μόνον από τον Ατλαντικό και θα επεκτείνονται από το Λος Άντζελες στην Ιερουσαλήμ και μέχρι τότε στην Καλκούτα καλύπτοντας τα τρία τέταρτα του κόσμου. Εκεί που υπήρχαν Αμερικανοί και Βρετανοί και Γάλλοι και Ιταλοί και Έλληνες και άλλοι, τότε θα υπάρχουν μόνον πολίτες της Δύσης, ομοιόμορφα εύποροι, ομοιόμορφα κυριευμένοι από ενοχές και νευρώσεις, ομοιόμορφα αλκοολικοί και με τάσεις αυτοκτονίας, ομοιόμορφοι σε όλα. Αλλά, θα ήταν αυτή η προοπτική τόσο απελπιστικά κακή; Αναρωτήθηκε ο Μποντ. Ακόμα και στη χειρότερη των περιπτώσεων, δεν θα ήταν τόσο κακή όσο αυτή που προσφέρεται από την Ανατολή, όπου ο συντηρητισμός δεν αναπτύσσονταν τυχαία, αλλά τον καλλιεργούσε συνειδητά και χωρίς αντιδράσεις, η κρατική εξουσία. Υπήρχαν ακόμα δύο πλευρές, μια αναμφίβολα σωστή υπό όρους και μια ανυπερθέτως λάθος χωρίς όρους».
Δείπνο στην Πλάκα...
Στο δείπνο, ο Μποντ απολαμβάνει «τις μυρωδιές των εξωτικών φαγητών, του φρέσκου Μεσογειακού αέρα, την απαλή ατμόσφαιρα που τους περιέβαλε, την ευγενική απόλαυση, την ήρεμη παρουσία των αρχαίων μνημείων που βρίσκονταν εκεί κοντά, όχι σε μεγάλη απόσταση και πάνω απ’ όλα, το κορίτσι που καθόταν απέναντί του τρώγοντας χωρίς βιασύνη και με ευχαρίστηση».
...και καταδίωξη στο Ηρώδειο
Κατά τη διάρκεια του δέιπνου, θα συζητήσουν θέματα Ελληνικής ιστορίας και μυθολογίας, καθώς και πολιτικά για τις σχέσεις Άγγλων και Ελλήνων κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο (μέχρι και για το Κυπριακό θα γίνει λόγος) και η βραδιά θα ολοκληρωθεί από την εμφάνιση για πρώτη φορά των «κακών», που θα τους καταδιώξουν με συνέπεια, διώκτες και διωκόμενοι να καταστρέψουν την ήρεμη αναχώρηση των θεατών, από μια παράσταση του Ηρώδειου.
Το άγνωστο Βραχονήσι
Το Βραχονήσι, στο οποίο θα φτάσουν ο 007 και η Αριάδνη με το καΐκι του Λίτσα, περιγράφεται σαν μια «μικρή Σαντορίνη»: «Το Βραχονήσι είναι αποτέλεσμα ηφαιστειακής έκρηξης. Είναι απομεινάρι ενός κρατήρα ηφαιστείου, που είχε εκραγεί κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Αρχαία εξογκώματα και βαθουλώματα του εδάφους, μαζί με τους κακοσχηματισμένους λόφους, ύψους τριακοσίων περίπου μέτρων, που είναι διάσπαρτοι εδώ και κει, του δίνουν μια άγρια όψη. Από ψηλά, το Βραχονήσι, μοιάζει με τη λάμα μιας σπάθας που την έχει ζωγραφίσει κάποιος πολύ μεθυσμένος. Η άκρη της λάμας είναι έτσι σπασμένη, ώστε τα νερά του Αιγαίου μπαίνουν προς το κύριο σώμα του νησιού και σχηματίζουν ένα μικρό ανώνυμο νησάκι στο βόρειο άκρο του». Όπως το φαντάζεστε δηλαδή, λίγο καμπυλωτό και με την Καλντέρα στη μέση.
Κάτι σαν τη Σαντορίνη
Όσο για το μικρό του λιμάνι: «Ο Λίτσας και η Αριάδνη ήρθαν κοντά του και οι τρεις μαζί, περπάτησαν μακριά από τη φασαρία του μικρού λιμανιού. Πίσω απ’ όλα αυτά, το ακαθόριστο ζιγκ-ζαγκ ενός βρώμικου δρόμου οδηγούσε στο εκτυφλωτικό λευκό των διασκορπισμένων σπιτιών του χωριού. Χτισμένων σε έξι πάνω κάτω λόφους ύψους διακοσίων περίπου μέτρων. Και παντού –ξέχωρα από τις ασβεστολιθικές κορυφές που υψώνονταν στο γαλανό ουρανό- έβλεπες τις φανταστικές οριζόντιες ζώνες των πυριγενών πετρωμάτων, της μαύρης λάβας, της πορώδους λευκής και κίτρινης κρούστας, των έντονα και βίαια χρωματισμένων πορφυρών στρωμάτων και των πράσινων, στο χρώμα των φυκιών. Το Βραχονήσι είναι μια αξέχαστη θέα...»
Μπουζούκι και... καψούρα
Ενδιαφέρον έχει και μια περιγραφή των μουσικών γούστων των Ελλήνων, όπως τα ακούει  Μποντ μέσα στη νύχτα, ενώ παρακολουθεί το νησιώτικο κατάλυμα του Colonel Sun: «Αν και τον περισσότερο χρόνο η σιωπή φαινόταν ατελείωτη, έσπαγε κατά καιρούς. Μέχρι πριν μια ώρα, ένα ραδιόφωνο μπαταρίας, ή πικάπ, στο κοντινότερο σπίτι, έπαιζε κομμάτια με μπουζούκι που περιείχαν ένα περίεργο μίγμα ήχων της Δύσης με σλάβικους, τούρκικους και αραβικούς ρυθμούς και στίχους με φράσεις και στυλ, που οι καλύτεροι τραγουδιστές με το σπασμένο παραπονιάρικο τόνο στη φωνή τους, ανακάτευαν την τραχύτητα, τη σεξουαλική τους έξαψη και τη λύπη της μοναξιάς τους».
Μεσογειακή διατροφή
Παρακολουθώντας το νησί ο Μποντ και οι φίλοι του θα βρουν χρόνο για ελληνικό κολατσιό: «Οι τρεις τους σχεδίασαν τα σχετικά αμυντικά σχέδια που φαίνονταν να είναι ευέλικτα και έκαναν τις απαραίτητες προετοιμασίες. Στη συνέχεια έφαγαν ένα γεύμα από μαύρες ελιές, φρέσκο ψωμί, νοστιμότατες ζουμερές τομάτες, φέτες κρεμμύδι και τυρί μανούρι, που συνοδεύτηκε από ροδάκινα και μικρά γλυκά σταφύλια χωρίς κουκούτσια. Ήπιαν ελαφριά ρετσίνα Μάμου και ολοκλήρωσαν το γεύμα με Βοτρύς, ‘‘το μοναδικό πόσιμο Ελληνικό μπράντι’’, όπως είπε ο Λίτσας. Δυο ποτήρια από αυτό ήσαν αρκετά για τον Μποντ. Είχε μια υποψία σιροπιού, την οποία ποτέ δεν θα άντεχε σε ένα ποτό. Αλλά ο Μποντ έβγαλε τους απαραίτητους ευγενικούς ήχους ικανοποίησης»
Δράση και περιπέτεια
Παρά το καλά οργανωμένο σχέδιο, ο Μποντ θα πιαστεί, θα βασανιστεί σκληρά, όπως συμβαίνει σε όλες του τις περιπέτειες και τελικά θα σωθεί από την Αριάδνη, αφού προηγουμένως ο Colonel Sun θα του έχει εκφράσει όλη την κοσμοθεωρία του, πάνω στις σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων της εποχής και όλες του τις γνώσεις για το έργο του Μαρκήσιου Ντε Σαντ, τις οποίες και θα εφαρμόσει πάνω στο σώμα του Μποντ.
Σκληρό και βίαιο όπου χρειάζεται, τρυφερό και ερωτιάρικο όπως τα ελληνικά δειλινά, το μυθιστόρημα, διαθέτει όλα τα στοιχεία της «συνταγής Τζέιμς Μποντ» και πολλή Ελλάδα.

 Info
Το Colonel Sun ανήκει στις εκδόσεις PAN BOOKS (1968).
Το αφιέρωμα δημοσιεύτηκε 16/11/2015 στην έντυπη Αμαρυσία με αφορμή την 24η ταινία με τον Τζέιμς Μποντ (SPECTRE), που προβαλλόταν από 12/11/15 στη χώρα μας σε διανομή Feelgood.